- πέος
- Γεννητικό ανδρικό όργανο. Είναι επίμηκες κυλινδρικό σώμα, από το οποίο περνά η ουρήθρα, που χρησιμεύει στην αποβολή των ούρων και την έκκριση του σπέρματος. Εξωτερικά αποτελείται από το δέρμα, τη λεγόμενη πόσθη, και εσωτερικά από τρία σηραγγώδη σώματα, τα δύο σηραγγώδη σώματα του π. και το σηραγγώδες της ουρήθρας. Το π. διακρίνεται σε τρία μέρη στη βάλανο, η οποία είναι κωνική και έχει σχισμή, μέσα στην οποία εκβάλλει το εξωτερικό στόμιο της ουρήθρας, στο σώμα, στον υποδόριο συνδετικό ιστό του οποίου υπάρχουν οι ραχιαίες υποδόριες φλέβες του π., και στη ρίζα, που βρίσκεται μπροστά από την ηβική σύμφυση και πάνω από το όσχεο.
* * *το, ΝΑτο ανδρικό όργανο τής συνουσίας.[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. πέος ανάγεται σε ΙΕ τ. *pesos (με σίγηση τού ενδοφωνηεντικού -σ-) και συνδέεται με το αρχ. ινδ. pasas και το λατ. penis (< *pes-n-is), το οποίο εμφανίζει έρρινη παρέκταση (πρβλ. κέρας: κρα-ν-ίον). Στην ετεροιωμένη βαθμίδα τού θ. ποσ- με εκφραστικό επίθημα -θη ανάγεται ο τ. πόσ-θη «δέρμα που καλύπτει το πέος» (πρβλ. σά-θη, κύσ-θος)].
Dictionary of Greek. 2013.